- γαλάκτωμα
- Ειδικός τύπος διασποράς ενός υγρού σε ένα άλλο, στο οποίο είναι πρακτικά αδιάλυτο. Το διασπειρόμενο υγρό, που πρέπει να είναι πάντοτε σε μικρότερη ποσότητα, χωρίζεται σε λεπτότατα σταγονίδια· κι αυτό γιατί η τάση που ενεργεί στις επιφάνειες διαχωρισμού των δύο υγρών τείνει γενικά να τα συγκεντρώσει ώστε να σχηματιστεί η μορφή που αντιστοιχεί στην ελάχιστη επιφάνεια. Και επειδή το σφαιρικό σχήμα αντιστοιχεί στην ελάχιστη επιφάνεια σε σχέση με τον όγκο που περικλείεται, ο διαχωρισμός γίνεται σε σφαιρικά σταγονίδια. Τυπικό παράδειγμα είναι το γ. με γαλακτώδη μορφή που σχηματίζεται από σταγονίδια ρευστού λίπους στο νερό. Ο διαχωρισμός δύο υγρών σε μορφή γ. μπορεί να γίνει αν μείνει το γ. σε κατάσταση ηρεμίας και σε άλλες περιπτώσεις με φυγοκέντρηση. Η σταθερότητα του γ. εξαρτάται από τα συστατικά που το αποτελούν, από τις φυσικές συνθήκες (θερμοκρασία, ανάδευση κλπ.), από την παρουσία γαλακτωματοποιητικών ουσιών που έχουν την ιδιότητα να εμποδίζουν τη συνένωση των σταγονιδίων. Τα γ. έχουν πολλές εφαρμογές στη βιομηχανία.
Γ. λέγονται και οι φωτοευπαθείς ενώσεις που χρησιμοποιούνται στη φωτογραφία και είναι λεπτότατα διασπαρμένες σε ζελατινώδες υγρό. Παρόμοιου τύπου γ., που παράγονται με ειδικές τεχνικές, εφαρμόζονται στην πυρηνική φυσική, για να μελετηθούν οι ιδιότητες των φορτισμένων με ηλεκτρική ενέργεια σωματιδίων.
* * *το1. ετερογενές σύστημα το οποίο προκύπτει με διασπορά ενός υγρού με τη μορφή πολύ λεπτών σταγονιδίων σε άλλο υγρό μη αναμίξιμο με το πρώτο2. φρ. «υδατικό γαλάκτωμα» — εκείνο στο οποίο χρησιμοποιείται το νερό ως μέσο διασποράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.